Η “Θαυματουργή” δίαιτα
Αυτή την εποχή πολλοί άνθρωποι νιώθουν την ανάγκη να προετοιμαστούν ψυχολογικά και σωματικά για την παραλία, γι’ αυτό ξεκινούν την προσπάθεια να χάσουν βάρος και να γυμναστούν ή έχουν ξεκινήσει μιαν αντίστοιχη προσπάθεια μερικές εβδομάδες πριν και τώρα βρίσκονται στη φάση ολοκλήρωσής της.
Οι δίαιτες του καλοκαιριού
Λόγω αυτής της ανάγκης που είναι ανθρώπινη, το βλέμμα στρέφεται προς πιθανές λύσεις για το πώς θα “πέσει η κοιλιά”. Εξειδικευμένα προγράμματα διατροφής που αποσκοπούν στην απώλεια βάρους, συμπληρώματα διατροφής, λιποδιαλύτες, μέθοδοι επεμβατικής ιατρικής/κοσμετολογίας, τεστ δυσανεξίας τροφίμων, προϊόντα χωρίς γλουτένη, super foods και χυμοί φρούτων είναι μερικές από αυτές. Και ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό.
Τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης καθώς και τα social media, είτε μέσω των διαφημίσεων ή με σχετικά άρθρα, κατακλύζονται από προτάσεις για διάφορους τρόπους αδυνατίσματος που στις περισσότερες περιπτώσεις υπόσχονται ταχύτατα αποτελέσματα με τον ελάχιστο δυνατό κόπο.
Συχνά προβάλλονται και τα απαραίτητα πειστήρια, όπου ευεργετημένοι πελάτες βεβαιώνουν για την αξία του προϊόντος/υπηρεσίας. Το ίδιο συμβαίνει και σε φιλικές συζητήσεις όπου ο ένας συστήνει στον άλλο μιαν υπηρεσία ή ένα προϊόν μείωσης του σωματικού βάρους και του διηγείται την εμπειρία του και σε τι, κατά τη γνώμη του, οφείλεται η επιτυχία ή μη της προσπάθειας του.
Δηλαδή μεταφέρει την προσωπική του εμπειρία. Και βάσει αυτής εμπιστεύεται ή όχι το προϊόν ή την υπηρεσία. Όμως ας αντικαταστήσουμε τις λέξεις «προσωπική εμπειρία» με τη λέξη «παρατήρηση». Όλοι οι άνθρωποι παρατηρούμε τον κόσμο γύρω μας, αναλαμβάνουμε δράση και με αυτόν τον τρόπο αποκτούμε εμπειρία στο πώς να κάνουμε κάτι καλύτερα και πιο αποτελεσματικά.
Ο κίνδυνος της “προσωπικής εμπειρίας”
Στην επιστήμη χρησιμοποιούμε υποθέσεις, δηλαδή ιδέες που προέρχονται από την παρατήρηση και θεωρούμε πως εξηγούν το πώς ένας παράγοντας έκθεσης, όπως η τροφή, επηρεάζει ένα αποτέλεσμα, όπως η υγεία ή η αθλητική απόδοση. Αυτές όμως οι υποθέσεις είναι μόνο η βάση από την οποία εκκινούμε. Μάλιστα, η επιστήμη ορίζεται ως η γνώση ή σπουδή που βασίζεται σε δεδομένα τα οποία γνωρίζουμε μέσω πειραμάτων και παρατήρησης.
Η μελέτη της διατροφής: ένα ανεξάντλητο αντικείμενο
Πιο συγκεκριμένα, στην επιστήμη της διατροφής οι μελέτες που πραγματοποιούνται ονομάζονται επιδημιολογικές. Επιδημιολογία είναι η μελέτη της κατανομής και των αιτιών των προβλημάτων υγείας σε συγκεκριμένους πληθυσμούς, και η εφαρμογή των αποτελεσμάτων στον περιορισμό των προβλημάτων υγείας του πληθυσμού.
Η διατροφική επιδημιολογία βασίστηκε στην υπόθεση ότι στοιχεία της ανθρώπινης διατροφής ενδέχεται να επηρεάζουν την υγεία. Αν και πρόκειται για σχετικά νέα επιστήμη, ερευνητές χρησιμοποιούσαν επιδημιολογικές μεθόδους ήδη από τον 18ο αιώνα. Για παράδειγμα ο Τζέιμς Λιντ, ένας πρωτοπόρος Σκώτος γιατρός που μελέτησε τη θεραπεία του σκορβούτου, πραγματοποιώντας μια από τις πρώτες κλινικές δοκιμές του το 1753 παρατήρησε πως ναύτες οι οποίοι έπασχαν από σκορβούτο θεραπεύτηκαν τρώγοντας φρέσκα φρούτα και λαχανικά. Αργότερα μάθαμε πως το σκορβούτο οφείλεται σε έλλειψη βιταμίνης C, την οποίαν αναπληρώνουμε με τροφές που τη διαθέτουν, όπως τα φρούτα και τα λαχανικά.
Με παρόμοιες επιδημιολογικές μελέτες κατέστη δυνατό να θεραπευτούν και άλλες ασθένειες, όπως για παράδειγμα η νόσος μπέρι-μπέρι, η οποία οφείλεται κυρίως σε έλλειψη θειαμίνης, η πελάγρα, η νόσος Keshan, και άλλες. Όλες αυτές οι ασθένειες είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό: οφείλονταν σε έλλειψη θρεπτικών συστατικών χαρακτηριστική σε όσους ακολουθούν διατροφή χαμηλής πρόσληψης σε αυτό, όπως για παράδειγμα οι ναύτες οι οποίοι ταξιδεύοντας μπορεί να περνούσε αρκετός καιρός μέχρι να καταναλώσουν ξανά φρέσκα φρούτα και λαχανικά.
Οι διατροφικές ελλείψεις σε θρεπτικά συστατικά όπως οι βιταμίνες έχουν συνήθως μικρή περίοδο επώασης. Δηλαδή αρκεί ένα μικρό χρονικό διάστημα μικρής ή μηδενικής πρόσληψης ενός θρεπτικού συστατικού για να εμφανιστούν συμπτώματα, ενώ μπορούν να αναστραφούν μέσα σε μέρες ή εβδομάδες αφού αποκατασταθεί η διατροφική ισορροπία. Κατά αυτόν τον τρόπο η έρευνα προχώρησε από το στάδιο της παρατήρησης στο στάδιο του πειράματος, τόσο σε ανθρώπους όσο και σε ζώα.
Όμως η σύγχρονη διατροφική επιδημιολογία ασχολείται κυρίως με το πώς η διατροφή επηρεάζει χρόνια νοσήματα όπως είναι οι καρδιοπάθειες, ο καρκίνος, η οστεοπόρωση, ο διαβήτης κ.α. Σε αντίθεση με την έλλειψη βιταμινών, τα χρόνια νοσήματα έχουν πολυπαραγοντική αιτιολογία που εκτός από την ποιότητα της διατροφής ενδέχεται να περιλαμβάνει το αυξημένο σωματικό βάρος, το επίπεδο σωματικής δραστηριότητας, την κληρονομικότητα, το κάπνισμα, το στρες, την ηλικία, το φύλο, τους περιβαλλοντικούς παράγοντες κ.ά. Αυτούς τους παράγοντες τους ονομάζουμε παράγοντες κινδύνου και μπορούν να επιδρούν στην υγεία μεμονωμένα ή και σε συνδυασμό.
Ακόμη, σε αντίθεση με ό,τι ισχύει για τις διατροφικές ελλείψεις, στα χρόνια νοσήματα η επώαση διαρκεί αρκετά χρόνια. Σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να είναι αποτέλεσμα αθροιστικής έκθεσης σε έναν ή περισσότερους παράγοντες κινδύνου, ενώ σε άλλες μπορεί να είναι αποτέλεσμα έκθεσης σε ορισμένους παράγοντες κινδύνου, για σχετικά μικρό διάστημα, αρκετά χρόνια πριν τη διάγνωση. Τις περισσότερες φορές αυτό το χρονικό διάστημα είναι άγνωστο.
Για παράδειγμα η κατανάλωση μεγάλης ποσότητας συγκεκριμένων φαγητών ή το κάπνισμα μπορεί να οδηγήσει σε καρδιακό επεισόδιο, καθώς αμφότερα επηρεάζουν την πήξη του αίματος, ανεξάρτητα αν η υφέρπουσα αθηροσκλήρωση (δηλαδή η σκλήρυνση των αρτηριών και η ανάπτυξη πλάκας μέσα στις αρτηρίες) επιδεινώθηκε σταδιακά σε βάθος δεκαετιών. Επίσης ένα άλλο χαρακτηριστικό αυτών των νοσημάτων είναι πως δεν αναστρέφονται το ίδιο γρήγορα και εύκολα όπως οι ελλείψεις σε βιταμίνες.
Επιπλέον, η διατροφή ως παράγοντας κινδύνου είναι ιδιαίτερα περίπλοκος από τη φύση του, αφού αποτελείται από δεκάδες επιμέρους παράγοντες. Υπάρχουν τα μακροθρεπτικά συστατικά (υδατάνθρακες, πρωτεΐνες, λίπος), τα μικροθρεπτικά συστατικά (όπως για παράδειγμα οι βιταμίνες, τα μέταλλα και τα ιχνοστοιχεία) και άλλα όπως για παράδειγμα το νερό. Η σύνθετη φύση της διατροφής, που είναι ένας από τους παράγοντες κινδύνου, καθιστά τη μελέτη της επίδρασής της στην υγεία μας ιδιαίτερα απαιτητική.
Η πρόκληση είναι ακόμα μεγαλύτερη καθώς η καταγραφή της διατροφής ενός πληθυσμού χιλιάδων ατόμων (για να εξαλειφθεί το στατιστικό σφάλμα) και η παρακολούθησή τους για πολλά έτη (λόγω της μεγάλης περιόδου επώασης των νοσημάτων) είναι αρκετά δύσκολη και κοπιαστική, τόσο για τον εθελοντή όσο και για τον ερευνητή, ο οποίος έχει και να προβλέψει όλους τους πιθανούς παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με το υπό εξέταση νόσημα, ώστε να μπορεί να διαπιστώσει το ποσοστό επιρροής του καθενός στην εμφάνιση της νόσου.
Από την άλλη, δεν φτάνει να διαπιστωθεί η έκθεση σε παράγοντες κινδύνου, πρέπει και να προσδιοριστεί η έκτασή της. Για παράδειγμα υδατάνθρακες, πρωτεΐνη, φυτικές ίνες και σίδηρο καταναλώνουμε όλοι, ωστόσο οι ποσότητες που καταναλώνουμε διαφέρουν. Άρα, δεν πρόκειται για κάτι πιο απλό όπως η λήψη δραστικής ουσίας ή placebo και η συστηματική καταγραφή της αποτελεσματικότητάς της σε ήδη εγκατεστημένη νόσο, όπως γίνεται σε ορισμένες κλινικές δοκιμές φαρμάκων, αλλά για την όσο το δυνατόν εγκυρότερη καταγραφή μιας πιο σύνθετης διαδικασίας.
Δεν υπάρχουν “μαγικές” λύσεις
Παρόμοιες δυσκολίες αναδεικνύονται στην έρευνα για την αύξηση του σωματικού βάρους και την αξιολόγηση των διαφόρων τρόπων μείωσής του, αλλά και των μεθόδων που θα βοηθήσουν στη διατήρησή του. Είναι φρόνιμο να μελετήσουμε και τα δύο διεξοδικά και με επιστημονικές μεθόδους. Σίγουρα τα συμπεράσματά μας δεν μπορούν να βασίζονται μόνο στην προσωπική παρατήρηση. Αυτή μπορεί να λειτουργούσε εν μέρει στα πρώιμα στάδια της έρευνας (π.χ. έλλειψη βιταμινών) αλλά πλέον δεν είναι αρκετή.
Πολλοί έχουν παραπάνω κιλά και αγωνίζονται να τα χάσουν. Αυτό που βλέπουμε όμως είναι πως βραχυπρόθεσμα υπάρχει αποτέλεσμα, ενώ μακροπρόθεσμα αρκετές φορές τα κιλά επιστρέφουν, δηλαδή η διατήρηση του μειωμένου σωματικού βάρους είναι η πραγματική πρόκληση. Κι ενώ γνωρίζουμε ένα μέρος της συνταγής κοινό για όλους, δηλαδή την ισορροπημένη διατροφή και την άσκηση, της οποίας η αποτελεσματικότητα επιβεβαιώνεται από την επιστημονική ερευνητική βάση, μας διαφεύγει το υπόλοιπο μέρος, δηλαδή το πώς θα καταφέρουμε να συντηρήσουμε αυτές τις αλλαγές συνηθειών ώστε το αποτέλεσμα να είναι μόνιμο. Δηλαδή μας διαφεύγουν οι παράγοντες που θα μας επέτρεπαν να μονιμοποιήσουμε τις συνήθειες που μας οδήγησαν στη μείωση βάρους, με σκοπό να το συντηρήσουμε.
Όμως παρατηρώντας τη φύση της έρευνας στο χώρο της διατροφής αντιλαμβανόμαστε ότι δεν υπάρχει μία και μοναδική μαγική λύση, όπως για παράδειγμα ένα μαγικό τρόφιμο ή σκεύασμα, και πιθανότατα δεν θα υπάρξει και στο μέλλον καθώς η αιτιολογία είναι περίπλοκη και πολυπαραγοντική. Επίσης, καταλαβαίνουμε ότι εφόσον απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή στο πρωτόκολλο της έρευνας αλλά και μεγάλη διάρκεια παρακολούθησης δεν μπορούν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα από μελέτες που αφορούν προϊόντα ή τρόπους αδυνατίσματος με ελάχιστους συμμετέχοντες ή περιορισμένης χρονικής διάρκειας, πόσω μάλλον από περιπτώσεις προσωπικής μαρτυρίας.
Είναι όμως εξίσου σημαντικό να αναφέρουμε πως και η επιστήμη έχει περιορισμούς. Υπάρχουν απτά παραδείγματα συμβουλών διατροφής που ήταν έγκυρες πριν από ορισμένες δεκαετίες αλλά τροποποιήθηκαν όταν νέα, εξίσου έγκυρα για την εποχή τους δεδομένα ήρθαν στην επιφάνεια. Για παράδειγμα, η απαγόρευση κατανάλωσης αυγών σε ανθρώπους με αυξημένη χοληστερίνη στο αίμα, λόγω της περιεκτικότητα του αυγού σε χοληστερίνη, αργότερα “αθωώθηκε”, καθώς σε μετέπειτα μελέτες παρατηρήθηκε ότι η σχέση χοληστερίνης στο φαγητό και χοληστερίνης στο αίμα δεν ήταν τόσο ισχυρή, ενώ υπάρχουν άλλοι παράγοντες κινδύνου που επηρεάζουν περισσότερο τη χοληστερίνη του αίματος. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι κάποιος που έχει αυξημένη χοληστερίνη στο αίμα είναι φρόνιμο να καταναλώνει αυγά απεριόριστα.
Και ναι, όλα αυτά ξεκίνησαν από μιαν υπόθεση, όπως αυτές που όλοι κάνουμε κάθε μέρα κατά δεκάδες. Ότι δηλαδή η περιεκτικότητα ενός τροφίμου σε χοληστερίνη καθορίζει σημαντικά αυτήν του αίματος και άρα αν κάποιος έχει αυξημένη χοληστερίνη θα πρέπει να σταματήσει την κατανάλωση αυγών εξ’ ολοκλήρου. Όμως το πείραμα μας οδήγησε σε διαφορετικό συμπέρασμα.
Για τον ίδιο λόγο δεν θα ήταν σοφό να ακολουθούμε μια διατροφική τάση βασιζόμενοι μόνο στην παρατήρηση που έχουμε από προσωπική εμπειρία, αλλά θα πρέπει να εξετάζουμε το κατά πόσο οι συστάσεις αυτές υποστηρίζονται από επιστημονικά δεδομένα και κατά πόσον αυτά τα δεδομένα είναι αρκετά για να καταλήξουμε σε ένα όσο το δυνατόν πιο ασφαλές συμπέρασμα και άρα να γίνουν συμβουλές διατροφής.
Τέλος αξίζει να σημειωθεί η γενική απορία που μπορεί να δημιουργηθεί εύλογα σύμφωνα με τα παραπάνω και έχει ως εξής: «Εντάξει, μπορούμε να γνωρίζουμε για την αποτελεσματικότητα μόνο αν έχουμε τις κατάλληλες μελέτες. Όμως, θα πάθω κάτι αν δοκιμάσω μια μέθοδο που στερείται αποδείξεων;». Δηλαδή τίθεται το ερώτημα της ασφάλειας ως προς την υγεία μας ακόμα κι αν η αποτελεσματικότητα δεν έχει αποδειχθεί. Για να απαντήσουμε και σε αυτό το ερώτημα θα πρέπει να ακολουθήσουμε την ίδια ερευνητική διαδικασία, καθώς μόνο έτσι θα γνωρίζουμε πιο σίγουρα. Ένας συνήθης ισχυρισμός για παράδειγμα είναι πως ένα προϊόν είναι “φυσικό” και άρα ασφαλές. Όμως η τοξικότητα στη φύση αφορά κυρίως στη δοσολογία και όχι τόσο στο αν κάτι είναι φυσικό ή έχει παραχθεί σε εργαστήριο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι εκείνο μιας γυναίκας στη Μ. Βρετανία η οποία έχασε τη ζωή της καταναλώνοντας περισσότερα από τέσσερα λίτρα νερό, το πιο φυσικό συστατικό, σε λιγότερο από δυο ώρες.
Είναι σημαντικό λοιπόν να αντιληφθούμε ότι η επιστημονική μέθοδος μπορεί να προσεγγίσει τις απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα πολύ πιο εμπεριστατωμένα, ενώ η παρατήρηση είναι χρήσιμη μόνο για τη διατύπωση υποθέσεων. Καθώς λοιπόν η υγεία και η ζωή θεωρούνται τα υπέρτατα αγαθά, όταν προσπαθούμε να τα προστατεύσουμε, μεταξύ άλλων μειώνοντας το σωματικό μας βάρος, θα πρέπει να το κάνουμε με τρόπο σωστό και βασισμένο στην έρευνα.
Συγγραφέας, Γιάννης Δημακόπουλος, Κλινικός Διαιτολόγος – Διατροφολόγος.
Το άρθρο αυτό αποτελεί αναδημοσίευση από το ανεξάρτητο μέσο Inside Story.